- σύμμετρα
- σύμμετροςcommensurate withneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύμμετρα μεγέθη — Αν A, B είναι ευθύγραμμα τμήματα και υπάρχει ευθύγραμμο τμήμα Γ και φυσικοί αριθμοί α, β, έτσι ώστε να είναι: Α = α. Γ και Β = β. Γ, τότε και μόνο λέμε ότι τα Α, Β είναι σύμμετρα μεταξύ τους (γράφοντας μ. Γ, όπου μ φυσικός αριθμός εννοούμε το Γ,… … Dictionary of Greek
ξύμμετρα — σύμμετρα , σύμμετρος commensurate with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμετρ' — σύμμετρα , σύμμετρος commensurate with neut nom/voc/acc pl σύμμετρε , σύμμετρος commensurate with masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύμμετρος — Αυτός που δεν έχει συμμετρία, αυτός που είναι δυσανάλογος προς κάτι ή προς τα μέρη του. Στη γεωλογία, α. πτυχή λέγεται η πτυχή της οποίας το αξονικό επίπεδο δεν είναι κατακόρυφο. Στα μαθηματικά, α. αριθμός είναι ο άρρητος αριθμός. α. μεγέθη. Ας… … Dictionary of Greek
αναλογία — Στα μαθηματικά λέγεται ότι τέσσερις πραγματικοί αριθμοί, διατεταγμένοι και διάφοροι από το μηδέν, α, β, γ, δ είναι σε α. –και γράφεται α:β = γ:δ– εάν ο λόγος α/β είναι ίσος με τον λόγο γ/δ (π.χ. οι αριθμοί 2, 1, 4, 2 είναι σε α.). Αν οι αριθμοί α … Dictionary of Greek
σύμμετρος — η, ο/ σύμμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος 2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός 3. ισόμετρος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του… … Dictionary of Greek
PALANGAE seu PHALANGAE — Plinie fustes sunt teretes, qui navibus subiciuntur, aut quibus idem opus plures baiulant. Nonius; fustes sunt teretes, qui navibus subiciuntur, cum attrabuntur ad pelagus, vel cum ad littora subdncuntur. Quem in sensum Pollux l. 7. c. 35. §. 9.… … Hofmann J. Lexicon universale
PHALANGAE — vel palanga, variante scripturâ, apud Plinium, l. 7. c. 56. fustes sunt teretes, ut qui navibus supponuntur aut quibus unum onus plures baiulant. Pollux l. 7. c. 35. §. 9. Τὰ τῶν νεῶν ξύλα, οἷς ὁποβληθεῖσιν ἐφέλκονται αἱ νῆες, φάλαγγες καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… … Dictionary of Greek
καλλιγραφία — Η τέχνη της γραφής ωραίων και κανονικών γραμμάτων. Όλοι οι λαοί, και ιδιαίτερα οι ανατολικοί, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την κ., ήδη από τότε που επινοήθηκε η γραφή. Οι Αιγύπτιοι, για παράδειγμα, προκειμένου να επιτύχουν την ευθύτητα των… … Dictionary of Greek